Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Παρέμβαση φορέων και κινήσεων πολιτών στο σχέδιο νόμου για τις ΑΠΕ - προτάσεις

Μία από τις πρώτες νομοθετικές πρωτοβουλίες του νεοσύστατου υπουργείου περιβάλλοντος, ενέργειας και κλιματικής αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) ήταν αυτή που αφορούσε τις ΑΠΕ, με τον εύγλωττο τίτλο Επιτάχυνση της ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Η πρωτοβουλία δημοσιοποιήθηκε στις 3/12/2009, ενώ το πλήρες κείμενο στις 9/12/2009. Η χρονική αυτή στιγμή συνέπεσε με την περίοδο της προετοιμασίας της συνόδου της Κοπεγχάγης, μια περίοδο αυξημένων προσδοκιών και απαιτήσεων των πολιτών για τη λήψη μέτρων κατά της κλιματικής αλλαγής. Άρα, και μια περίοδος ευνοϊκή για την αποδοχή μέτρων μεγαλύτερης διείσδυσης των ΑΠΕ.

Θα το πούμε καθαρά και από την αρχή: το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αν, πράγματι, επιδιώκει αυτό που υπόσχεται ή, αντίθετα, επιχειρεί μονομερώς να διευκολύνει τις μεγάλες επενδύσεις, ακόμη και σε βάρος της προστασίας του περιβάλλοντος.

Τα ερωτηματικά και η κριτική ξεκινούν από τη διαδικασία της διαβούλευσης. Ανακοινώθηκε ότι η διαβούλευση θα διαρκέσει, περίπου, ένα μήνα, έως τις 15/1/2010 (και ώρα 18.00). Πρόκειται, ουσιαστικά, για ηλεκτρονικό σχολιασμό, μέσω της ιστοσελίδας του υπουργείου. Κατά την ανταλλαγή δηλώσεων, ανάμεσα στην ηγεσία του ΥΠΕΚΑ και την προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΑΝ, προέκυψε ότι η επεξεργασία του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου κράτησε ενάμισι, περίπου, χρόνο. Δεν διαγράφει κανείς την αξία αυτής, έστω, της διαβούλευσης, ακόμη και αν δεν γνωρίζουμε τη διαδικασία ενσωμάτωσης - αξιολόγησης των σχολίων. Ωστόσο, γεννιέται η

πρώτη ένσταση:

γιατί τόση βιασύνη στο χρόνο της διαβούλευσης και γιατί μόνο μέσα στα στενά και απρόσωπα όρια του διαδικτύου; Γιατί ένας προκαθορισμένος διάλογος άρθρο – άρθρο και όχι μια ανοιχτή ανταλλαγή (και αντιπαράθεση) απόψεων και λογικών στα κεντρικά προβλήματα της ενεργειακής πολιτικής, της χωροθέτησης, του ελέγχου και της περιβαλλοντικής αξιολόγησης των εγκαταστάσεων; Γιατί δεν υιοθετείται μια πρόσωπο με πρόσωπο συζήτηση, σε ανοιχτές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα στις περιοχές μεγάλης συγκέντρωσης έργων ΑΠΕ;

Στο σχέδιο νόμου, ήδη από το άρθρο 1, δηλώνεται ως εθνικός δεσμευτικός στόχος, το ποσοστό συμμετοχής 20% των ΑΠΕ στην κάλυψη της τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2020. Ταυτόχρονα, καθορίζεται ότι η προστασία του κλίματος, μέσω της προώθησης της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, αποτελεί “προτεραιότητα ύψιστης σημασίας για τη χώρα, η οποία λαμβάνεται καθοριστικά υπ’ όψη σε περιπτώσεις στάθμισης με άλλες περιβαλλοντικές ή κοινωνικές παραμέτρους”, θέση που επαναλαμβάνεται ακόμη πιο απροκάλυπτα και εμφατικά στη συνέχεια (άρθρο 8, παρ.1). Στο σημείο αυτό υπάρχει η

δεύτερη ένσταση:

μπαίνει ένας αριθμητικός στόχος (20%), στο όνομα του οποίου γίνεται πληθώρα παρεμβάσεων και εκπτώσεων στη νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος. Για την ακρίβεια, οι αρχές της βιωσιμότητας και της προστασίας βασικών περιβαλλοντικών και κοινωνικών αγαθών, εκτιμώνται ως δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με την προώθηση των ΑΠΕ, που, όπως θα φανεί και στη συνέχεια, αφορούν κυρίως μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεις με πιθανές επιπτώσεις σε οικοσυστήματα, φυσικούς, ιστορικούς και παραγωγικούς πόρους.

αλλά και η

τρίτη ένσταση:

ο στόχος του 20% δεν ποσοτικοποιείται, δεν μεταφράζεται, δηλαδή, σε MW και MWh, ώστε να μπορέσει κάποιος να τον αξιολογήσει και να τον κρίνει. Για να γίνει κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητη μια αξιόπιστη εκτίμηση των ενεργειακών αναγκών και η τεκμηριωμένη σύνθεση του ενεργειακού μείγματος. Αυτό, όμως, είναι αντικείμενο του μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, που παρόλο ότι έχει νομοθετικά προβλεφθεί από το 1999 (ν. 2773), εξακολουθεί να μην υφίσταται. Η ηγεσία, μάλιστα, του ΥΠΕΚΑ επέλεξε να τον επεξεργαστεί και να τον παρουσιάσει σε δεύτερη φάση, βάζοντας κατά τη λαϊκή έκφραση “το κάρο μπροστά από το άλογο”. Πως είναι, λοιπόν, δυνατό να συζητάμε για τόσο σοβαρές υποχωρήσεις στην περιβαλλοντική νομοθεσία, με έναν τόσο απροσδιόριστο στόχο, μέσα σε ένα εξίσου απροσδιόριστο ενεργειακό τοπίο; Πως είναι δυνατό χωρίς μετρήσιμους στόχους το ΥΠΕΚΑ να σχεδιάσει αξιόπιστα, να παρακολουθήσει και να μετρήσει την πρόοδο των ΑΠΕ, τα μέτρα για την εξοικονόμηση, την ενεργειακή απόδοση και τη μείωση των εκπομπών των ρύπων; Γιατί είναι, προφανώς, διαφορετικό (ποσοτικά και ποιοτικά) ο στόχος του 20% να υποθηκεύεται στην προοπτική περαιτέρω γιγαντισμού της κατανάλωσης ενέργειας και διαφορετικό να εμπλουτίζει ένα συνδυασμό μέτρων για την αποφυγή κάθε κατασπατάλησης φυσικών πόρων.

Από την ανάγνωση των επόμενων άρθρων διαπιστώνουμε ότι το προτεινόμενο σχέδιο νόμου εξαντλείται, κυρίως, στα εξής:

Σε άρση των χωροταξικών περιορισμών και των τοπικών αντιδράσεων, δηλαδή

· Σε αλλαγές των προβλέψεων του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ (περιορισμός των περιοχών αποκλεισμού και των ζωνών ασυμβατότητας), του νομοθετικού πλαισίου για τη γη υψηλής παραγωγικότητας και του αρχαιολογικού νόμου, ώστε να εκλείψουν και άλλα εμπόδια στην άναρχη και εκτεταμένη ανάπτυξη έργων ΑΠΕ.

· Στην αναγωγή του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ σε “υπερ-νόμο”, στις διατάξεις του οποίου είναι υποχρεωμένα να οπισθοχωρήσουν περιφερειακά πλαίσια χωροταξικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης, ρυθμιστικά σχέδια, γενικά πολεοδομικά σχέδια ή άλλα σχέδια χρήσεων γης.

· Στην επιδότηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας των κατοίκων των συγκεκριμένων οικισμών, που εγκαθίστανται τα πάρκα ΑΠΕ, και την εκτέλεση έργων σε αυτούς τους οικισμούς, μέσω της αναδιανομής του υφιστάμενου ανταποδοτικού τέλους που εισέπραττε συνολικά ο –διευρυμένος- ΟΤΑ (άρθρο 7).

Με βάση τις προβλέψεις αυτές προκύπτει η

τέταρτη ένσταση:

Το προτεινόμενο νομοσχέδιο, πολλαπλασιάζει τα εκρηκτικά προβλήματα που δημιουργούνται από την υπερσυγκέντρωση και την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των εγκαταστάσεων μεγάλης κλίμακας σε δάση, οικοσυστήματα, μοναδικά τοπία, ιστορικές περιοχές, πολύτιμη γη υψηλής παραγωγικότητας κλπ. Το νέο νομοσχέδιο αντί να προτείνει λύσεις, ώστε να ελαχιστοποιηθούν τα προβλήματα, επιχειρεί να αμβλύνει τις τοπικές αντιδράσεις προβλέποντας, άμεσο όφελος για τους κατοίκους των περιοχών εγκατάστασης. Οι προβλέψεις αυτές, απογυμνωμένες από την ουσιαστική αντιμετώπιση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αποτελούν στην πραγματικότητα δωροδοκία των τοπικών κοινωνιών για να παραβλέψουν τις τυχόν οχλήσεις,; όπως π.χ. την υποβάθμιση σπουδαίων φυσικών και παραγωγικών πόρων που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.

ενώ οι υπόλοιπες ρυθμίσεις αφορούν:

· Στην απάλειψη ορισμένων γραφειοκρατικών διαδικασιών, όπως η μέχρι τώρα εμπλοκή του υπουργείου ανάπτυξης στην έκδοση της άδειας παραγωγής και η ενοποίηση της προμελέτης και της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιτυγχάνεται η απαραίτητη ενοποίηση της διαδικασίας περιβαλλοντικής αξιολόγησης (θα αναφερθούμε στη συνέχεια).

· Σε μια σοβαρότατη οπισθοδρόμηση στο θέμα των υδροηλεκτρικών έργων, η οποία συνίσταται στην ένταξη στις ΑΠΕ και μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων ισχύος μέχρι 100 MW. Προκαλεί αρνητική εντύπωση η μεθόδευση εισαγωγής αυτής της αλλαγής στις “λοιπές διατάξεις” (άρθρο 12) και η πλήρης αποσιώπησή της από όλες τις παρουσιάσεις του σχεδίου νόμου και τα σχετικά δελτία τύπου. Αυτή την αλλαγή στάσης έσπευσε να υιοθετήσει και η ΡΑΕ, η οποία στα έργα ΑΠΕ (αρχείο αιτήσεων – κύκλος Δεκεμβρίου) κατατάσσει υδροηλεκτρικά έργα ισχύος από 72 – 367 MW.

· Σε μέτρα για τη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης των κτιρίων, που, όμως, και ανεπαρκή είναι και μακρινό ορίζοντα εφαρμογής έχουν. Στο άρθρο 10 τα μέτρα για τον κτιριακό τομέα περιορίζονται στα νέα κτίρια και, μάλιστα, οι ουσιαστικές ρυθμίσεις προγραμματίζονται για μετά από μια δεκαετία

· Στην εξασφάλιση της ταχείας εξυπηρέτησης των επενδυτών, χωρίς καμία αναφορά στη συνεχή συρρίκνωση της διαδικασίας περιβαλλοντικής εκτίμησης και αξιολόγησης και στα πολλαπλά εμπόδια που συναντούν οι πολίτες, όταν επιχειρούν να παρέμβουν σε αυτήν. Ταυτόχρονα, απουσιάζουν ουσιαστικά μέτρα για τη διευκόλυνση των αυτοπαραγωγών - δηλαδή των παραγωγών που καλύπτουν τις δικές τους επαγγελματικές ή οικιακές ανάγκες - και την ανάπτυξη αποκεντρωμένων ΑΠΕ, τοπικού χαρακτήρα (εκτός από την προβλεπόμενη εξαίρεση από την έκδοση έγκρισης εργασιών δόμησης μικρής κλίμακας από την Πολεοδομία για την τοποθέτηση ΑΠΕ σε κτίρια).

Η συνεκτίμηση των στόχων και των επιμέρους ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου οδηγεί στην

πέμπτη ένσταση:

Το σχέδιο νόμου δεν ενδιαφέρεται για ενεργειακό σχεδιασμό συμβατό με την προστασία του περιβάλλοντος. Αντιθέτως, ευνοεί την περιβαλλοντοκτόνα λογική των ενεργειακών έργων μεγάλης κλίμακας από ιδιωτικές επενδύσεις, που έχουν στόχο την άμεση κερδοφορία και που νέμονται για το σκοπό αυτό δημόσιους πόρους (οικονομικά κίνητρα και γη, συχνά δάσος, αλλά και νερό το οποίο σύμφωνα με την οδηγία 2000/60/ΕΚ δεν είναι εμπορικό προϊόν όπως όλα τα άλλα, αλλά αποτελεί κληρονομιά που πρέπει να προστατεύεται και να τυγχάνει της κατάλληλης μεταχείρισης). Εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη εκδοχή της λεγόμενης “πράσινης ανάπτυξης”, αυτήν που βλέπει τη διέξοδο από την οικονομική κρίση στην περαιτέρω συσσώρευση κεφαλαίου και όχι στην φιλοπεριβαλλοντική και κοινωνικά δίκαιη αναδιανομή του. Με φορείς, σε πολλές περιπτώσεις, αυτούς που έχουν πρωταγωνιστήσει (ή και πρωταγωνιστούν ακόμη) σε αυτό που ονομάζουμε “βρώμικη” ανάπτυξη. Από αυτή την άποψη θα μπορούσε, κάλλιστα, να έχει προταθεί από το υπουργείο Οικονομίας.

Από ποια σκοπιά βλέπουμε τα πράγματα

Όσοι υπογράφουμε αυτό το κείμενο, συλλογικότητες και πολίτες που προσπαθούμε να εκφράσουμε τα βαθύτερα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα των τοπικών κοινωνιών στις οποίες δραστηριοποιούμαστε, έχουμε πολλές φορές εκφράσει την άποψη ότι δεν δεσμευόμαστε από το κυρίαρχο πλαίσιο ρύθμισης του ενεργειακού ζητήματος και της αντιμετώπισης του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Κατά συνέπεια, δεν περιοριζόμαστε στην άρθρο – άρθρο εξέταση του σχεδίου νόμου, το οποίο αναπαράγει το ίδιο μοντέλο και δεν αμφισβητεί, στο ελάχιστο, την πλήρη κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου στον τομέα της ενέργειας. Προσπαθούμε να αναζητήσουμε τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος, μέρος του οποίου είναι και οι δυσκολίες στην μεγαλύτερη ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ας εξηγηθούμε, λοιπόν:

Υποστηρίζουμε την άποψη ότι η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση των ΑΠΕ είναι μια οικουμενική απαίτηση και ένα από τα μέσα για τον περιορισμό και την αποτροπή μη αναστρέψιμων αλλαγών στο κλίμα και τη ζωή στον πλανήτη. Ας μας επιτραπεί, όμως, να απορρίψουμε μια αντίληψη, που συστηματικά επιχειρείται να καλλιεργηθεί ότι δηλαδή υπάρχει μια οικουμενική, κοινά αποδεκτή, λύση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, κατατάσσοντας, αυτόματα, στους εχθρούς του περιβάλλοντος όσους τολμούν να την αμφισβητήσουν. Η εξέλιξη των παγκόσμιων, και των εγχώριων, ενεργειακών αναγκών και πολλά άλλα ζητήματα που σχετίζονται με την ενέργεια, όπως οι τεχνικές δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στο περιβάλλον των σύγχρονων υπερμεγέθων εγκαταστάσεων ΑΠΕ, η επιλογή εναλλακτικών μορφών ΑΠΕ, οι τεχνικές αποθήκευσης και αξιοποίησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, ο εκσυγχρονισμός και η ασφάλεια των δικτύων μεταφοράς δεν έχουν πάντα πλήρεις απαντήσεις, ούτε αυτές είναι μονοσήμαντες. Και, φυσικά, ένα μόνιμο ερωτηματικό είναι τα αποτελέσματα των υπερεθνικών παιχνιδιών στην σκακιέρα της διεθνούς πολιτικής, με επίκεντρο τους πλουτοπαραγωγικούς ενεργειακούς πόρους. Η σύνοδος της Κοπεγχάγης και η αποτυχία να αναληφθούν ουσιαστικές δεσμεύσεις είναι πολύ κοντινά γεγονότα για να τα προσπεράσουμε ασυλλόγιστα.

Εστιάζοντας στη δική μας χώρα, διαπιστώνουμε ότι οι φορείς υλοποίησης του ενεργειακού σχεδιασμού και των επιμέρους ενεργειακών δραστηριοτήτων είναι, κατά κανόνα, μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα, με βασικό προσανατολισμό τη γρήγορη κερδοφορία. Αυτά έχουν είτε τη μορφή αμιγώς ιδιωτικών ομίλων, είτε τη μορφή κρατικών φορέων στους οποίους ηγεμονεύει πλέον αποφασιστικά το ιδιωτικό έναντι του δημοσίου συμφέροντος (ΔΕΗ). Σημειώνουμε, επίσης, ότι οι ΑΠΕ είναι πεδίο δραστηριοποίησης ενεργειακών ομίλων που, ταυτόχρονα, επενδύουν στα ορυκτά καύσιμα και την πυρηνική ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι, στην καλύτερη περίπτωση, δεν προτάσσουν την προστασία του περιβάλλοντος, στη δε χειρότερη βάλλουν ευθέως εναντίον της. Αντίρροπες δυνάμεις (αυτοδιοικητικές – συνεταιριστικές – συλλογικές) με κοινωνικά χαρακτηριστικά, που να έχουν τη δυνατότητα και τη θέληση να δραστηριοποιηθούν στο ενεργειακό πεδίο δεν υπάρχουν. Την κατάσταση αυτή ενισχύει και σταθεροποιεί το καθεστώς της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, η απουσία ενεργειακού σχεδιασμού, αλλά και η μέχρι τώρα έλλειψη βούλησης για την τήρηση και εφαρμογή του όποιου (μελλοντικού) ενεργειακού σχεδιασμού. Είναι γνωστό ότι τα σχέδια μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού, που έχουν κατά καιρούς δει το φως της δημοσιότητας ήταν κείμενα έκφρασης επιθυμιών, αφήνοντας την πρωτοβουλία των τελικών επιλογών στις δυνάμεις της αγοράς.

Με λίγα λόγια, “το παιχνίδι παίζεται με σημαδεμένα χαρτιά”, πράγμα που σημαίνει ότι τα περιθώρια παρέμβασης του κοινωνικού παράγοντα είναι περιορισμένα, όσο το γενικότερο πολιτικο-οικονομικό περιβάλλον είναι αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Από την άλλη, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι συνέπειες των όποιων επιλογών στον ενεργειακό τομέα συνδέονται άμεσα και με μεγάλα οικουμενικά προβλήματα (κλιματική αλλαγή), αλλά και με μεγάλες περιβαλλοντικές πληγές (όπως στις λιγνιτικές περιοχές, στον Αχελώο κλπ.), γεγονός που μας υποχρεώνει να μην μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας σε μια ζοφερή πραγματικότητα. Είμαστε υποχρεωμένοι, συνεπώς, παρά το δυσμενές και αρνητικό περιβάλλον, και παράλληλα με τη διεκδίκηση ριζικών τομών και ανατροπών στην κοινωνία, να εξαντλήσουμε και το παραμικρό περιθώριο βελτίωσης της υπάρχουσας κατάστασης, μιας κατάστασης που κάνει αβίωτη τη ζωή χιλιάδων συμπολιτών μας, και όχι μόνο.

Για τους λόγους που εκτέθηκαν, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η αντιμετώπιση των ΑΠΕ σαν της νέας εθνικής ιδέας, στο όνομα της οποίας πρέπει να ισοπεδωθούν τοπικοί και περιφερειακοί σχεδιασμοί ή να αγνοηθούν περιπτώσεις περιβαλλοντικής υποβάθμισης μεγάλων περιοχών. Μας ενδιαφέρει μια ισορροπημένη γεωγραφικά ανάπτυξη των ΑΠΕ, στην οποία μικρής κλίμακας εγκαταστάσεις και δίκτυα θα υποστηρίζουν την αποκέντρωση και θα οδηγούν στην αντιστροφή της καρκινώδους υπερδιόγκωσης ελάχιστων αστικών κέντρων. Η επιθυμητή κλίμακα παραγωγής θα προέρχεται έτσι από το οριζόντιο άθροισμα πολλών μικρών ΑΠΕ και διατάξεων ΑΠΕ και όχι από την κάθετη συσσώρευση μεγάλων αιολικών πάρκων και μακρών δικτύων μεταφοράς ενέργειας με βάση το κεφαλαιοκρατικό πρότυπο της μεγάλης ενεργειακής βιομηχανίας.

Πολλές φορές η συζήτηση επικεντρώνεται στη σύνθεση του ενεργειακού μείγματος και στο ποσοστό που θα καλύψουν οι ΑΠΕ. Μια ρεαλιστική εκτίμηση, όμως, για το ορατό μέλλον λέει ότι δεν πρόκειται να απαλλαγούμε άμεσα από το λιγνίτη, δεν μπορούμε και δεν πρέπει να δώσουμε μεγάλο μερίδιο στο φυσικό αέριο (για οικονομικούς λόγους και λόγους ενεργειακής εξάρτησης) και δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην κάλυψη του μεγάλου μέρους των αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια από τις ΑΠΕ. Τι είναι, τότε, αυτό που μπορεί να κρατήσει μια στοιχειώδη ισορροπία και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ανατροπή της οριακής κατάστασης με τις εκπομπές ρύπων και τη συνεχή υποβάθμιση των λιγνιτικών περιοχών;

Η λύση βρίσκεται στον περιορισμό και τη συγκράτηση σε χαμηλά επίπεδα της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτός, κατά τη γνώμη μας, πρέπει να είναι ο στρατηγικός στόχος και η επιδίωξη και της πολιτείας και των κοινωνικών πρωτοβουλιών στο θέμα της ενέργειας. Και ο στόχος αυτός υπηρετείται και με πολιτικές βαθιών αλλαγών στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο και με άμεσες πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειας και βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας .

Ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα στην ανάπτυξη των ΑΠΕ

Οι συντάκτες του σχεδίου νόμου δείχνουν να μην έχουν αντιληφθεί τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους καρκινοβατεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ. Στρέφουν την προσοχή τους, κυρίως, στον περιορισμό των όρων της περιβαλλοντικής προστασίας και, δευτερευόντως, στις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις.

Για το πρώτο ζήτημα είναι περιττό να αναφέρουμε ότι είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι. Για το δεύτερο ζήτημα, είμαστε θετικοί στην απάλειψη των ανούσιων γραφειοκρατικών διαδικασιών, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνουμε, βέβαια, τις διαδικασίες αξιολόγησης των όρων περιβαλλοντικής προστασίας. Αξίζει, στο σημείο αυτό, να σημειώσουμε την τρομακτική ανεπάρκεια προσωπικού των υπηρεσιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης, και λόγω της έλλειψης εφοδίων και κινήτρων για την ουσιαστική υλοποίηση των υποχρεώσεών τους. Ιδιαίτερα απογοητευτική εμφανίζεται η κατάσταση στις διευθύνσεις περιβάλλοντος των περιφερειών και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων.

Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στη χωροθέτηση εγκαταστάσεων ΑΠΕ σε περιοχές μη αποδεκτές, στο μέγεθος των εγκαταστάσεων (εκφράζεται και με τη μορφή της υπερσυγκέντρωσης) και στην πλήρη απαξίωση και συρρίκνωση της διαδικασίας της περιβαλλοντικής αξιολόγησης και του προσδιορισμού των αναγκαίων περιβαλλοντικών όρων. Και στα τρία αυτά επίπεδα, οι τοπικές κοινωνίες (ακόμη και εκεί που δεν τεκμηριώνεται ισχυρή εναντίωση) θεωρούν και έτσι είναι στην πραγματικότητα, ότι αγνοούνται πλήρως και ότι άλλοι αποφασίζουν για λογαριασμό τους.

Ας δούμε πως εκφράζεται στην πράξη αυτό το πρόβλημα, επικεντρώνοντας κυρίως στις αιολικές εγκαταστάσεις, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία των εγκαταστάσεων ΑΠΕ. Σημειώνουμε ότι οι όποιες αντιδράσεις έχουν κοινό υπόβαθρο, διότι οι ΑΠΕ και ειδικότερα οι αιολικές εγκαταστάσεις δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά στο είδος της τεχνολογίας που χρησιμοποιούν ή στη μεθοδολογία και τις πρακτικές της εγκατάστασης και της μελλοντικής λειτουργίας. Το μοντέλο είναι παντού ίδιο: εγκατάσταση σε δημόσια δασική έκταση (κατ’ αποκλειστικότητα, σχεδόν), γραμμές μέσης τάσης μέχρι τον υποσταθμό, υποσταθμός, γραμμές υψηλής τάσης με πυλώνες (συνήθως) για τη σύνδεση με το σύστημα, εσωτερική οδοποιΐα και δρόμοι πρόσβασης στις εγκαταστάσεις, υποτιθέμενη αποκατάσταση τοπίου μετά την εγκατάσταση του εξοπλισμού

· Η επιλογή του χώρου εγκατάστασης και το μέγεθος της εγκατάστασης γίνεται με πρωτοβουλία και κριτήρια που αφορούν, αποκλειστικά, τους επενδυτές. Το καθεστώς αυτό, που ίσχυσε άτυπα για πολλά χρόνια, επικυρώθηκε και από το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις ΑΠΕ (Δεκέμβρης 2008). Η εμπειρία από τον ένα χρόνο της εφαρμογής του επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα περιορισμένης εμβέλειας τεχνικό εγχειρίδιο, που είναι εξαιρετικά αδύναμο να δώσει λύση στα σύνθετα χωροταξικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά προβλήματα που ανακύπτουν. Αντίθετα, η ύπαρξη του ειδικού χωροταξικού, αφαίρεσε ένα επιχείρημα των προσφυγών στο Συμβούλιο της Επικρατείας, που επικαλούνταν συγκρούσεις χρήσεων γης

Αξίζει να ειπωθεί ότι στην τελική διατύπωση των κριτηρίων του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ δεν έγινε αποδεκτή η προτροπή της στρατηγικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (που το τότε ΥΠΕΧΩΔΕ παρήγγειλε) να περιληφθούν στις ζώνες αποκλεισμού τα δάση και οι αναδασωτέες εκτάσεις.

· Η επιλογή αυτή (χώρος και μέγεθος της εγκατάστασης), που αποτελεί και το σοβαρότερο στοιχείο περιβαλλοντικής αξιολόγησης, κρίνεται από τη ΡΑΕ, και επικυρώνεται με την άδεια παραγωγής (από το αρμόδιο υπουργείο), χωρίς να υπεισέρχεται σε περιβαλλοντική αξιολόγηση, αρκούμενη σε συνοπτική προκαταρκτική μελέτη που, όμως, ούτε δημοσιοποιείται, ούτε αξιολογείται. Σημειώνουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος των εγκαταστάσεων ΑΠΕ έλαβε άδεια παραγωγής πριν τη ψήφιση του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ (Δεκέμβριος 2008).

Η προέγκριση αυτή δημιουργεί, ήδη, ένα προηγούμενο σε ότι αφορά τη χωροθέτηση και το μέγεθος της εγκατάστασης, που θα έπρεπε να αποτελούν βασικό αντικείμενο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που, όμως, έπεται της απόφασης αυτής (!). Πιστώνεται, μάλιστα, με το πρόσθετο κύρος της “άδειας παραγωγής”, που τη συνοδεύει στα επόμενα στάδια σαν ένα μόνιμο πράσινο φως για την υλοποίηση της επένδυσης. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι και για τους θιασώτες της αγοράς, ακόμη, αποτελεί ένα παράδοξο το γεγονός ότι η δημόσια γη δεν γίνεται αντικείμενο πρόσκλησης ενδιαφέροντος από υποψήφιους επενδυτές, αλλά καταλαμβάνεται και κατοχυρώνεται από αυτούς, με τρόπο που παραπέμπει στους σφετεριστές της δημόσιας γης των αρχών του περασμένου αιώνα.

· Το αποτέλεσμα είναι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που ακολουθούν, και η αξιολόγησή τους να γίνονται σε προκαθορισμένο πεδίο, να περιορίζονται σε δευτερεύοντα και ανούσια ζητήματα, να αναμασώνται και να αντιγράφονται πανομοιότυπα στοιχεία. Χαρακτηριστικό της πλήρους υποβάθμισης αυτής της διαδικασίας είναι το γεγονός ότι το σύνολο, σχεδόν, των ΜΠΕ εμφανίζει τις ίδιες ανεπάρκειες:

Ø Αφήνουν ανέγγιχτο το θέμα της επιλογής χώρου και του μεγέθους της εγκατάστασης (αφού έχουν πάρει το “πράσινο φως” από τη ΡΑΕ).

Ø Εκφυλίζουν την υποχρέωση αναζήτησης εναλλακτικών λύσεων, παρουσιάζοντας καρικατούρες εναλλακτικών λύσεων.

Ø Αποκρύπτουν συστηματικά περιφερειακούς και τοπικούς σχεδιασμούς, ενώ απουσιάζει και η στοιχειώδης αναφορά των επιπτώσεων στο ανθρωπογενές περιβάλλον.

Ø Αγνοούν τις αθροιστικές και συνεργιστικές επιπτώσεις από τη γειτνίαση με άλλες παρόμοιες εγκαταστάσεις, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων ή και εκατοντάδων μέτρων.

Ø Ακόμη χειρότερα: σε πολλές περιπτώσεις τα συνοδά έργα μιας εγκατάστασης (υποσταθμός, γραμμές μεταφοράς) ανεξαρτητοποιούται και εμφανίζονται με ξεχωριστή μελέτη, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία μιας και μοναδικής εγκατάστασης.

Είναι φυσικό: οι μελέτες εκπονούνται από τις επενδύτριες εταιρείες, οι αρχές που επωμίζονται την περιβαλλοντική αδειοδότηση αδυνατούν να ελέγξουν ουσιαστικά τις μελέτες και περιορίζονται σε τυπικούς ελέγχους, ενώ και οι φορείς της τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης βιάζονται να τελειώσουν τις υποθέσεις, αρκούμενοι σε ένα καθαρά διεκπεραιωτικό ρόλο. Αρκεί να πούμε ότι η στοιχειώδης υποχρέωση των υπηρεσιών περιβαλλοντικής αδειοδότησης να πραγματοποιήσουν αυτοψία στο χώρο της μελλοντικής εγκατάστασης ή να συλλέξουν ένα πρωτογενές υλικό περιβαλλοντικής αξιολόγησης (ώστε να μην αρκούνται στην εικόνα που μεταφέρουν οι ΜΠΕ των επενδυτών) ακούγεται σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

· Ο διαχειριστής του συστήματος υποδεικνύει τις προδιαγραφές του υποσταθμού και των γραμμών μεταφοράς και το σημείο σύνδεσης με το δίκτυο, μη εμπλεκόμενος στον προσδιορισμό ακριβούς θέσης εγκατάστασης και οδεύσεων, που παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια του επενδυτή. Αν οι δασικές υπηρεσίες δείξουν κάποια ευαισθησία, έχει καλώς, αν όχι ζούμε τερατουργήματα.

· Οι αποφάσεις έγκρισης επέμβασης σε δασική έκταση (παρόλο που από κάποιο σημείο και μετά ενσωματώθηκαν στις αποφάσεις έγκρισης περιβαλλοντικών όρων) ακολουθούν ανεξάρτητη πορεία. Οι σχετικές μελέτες δεν ενσωματώνονται στο φάκελο της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων και δεν δημοσιοποιούνται στο κοινό.

· Στοιχείο που εξηγεί την υποτονική, πάρα πολλές φορές, παρέμβαση του τοπικού στοιχείου είναι και το γεγονός ότι πολλές δημοτικές αρχές γίνονται αποδέκτες προσφορών από τις επενδύτριες εταιρείες, πέρα από τα προβλεπόμενα από το νόμο ανταποδοτικά τέλη, και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ενδίδουν, ώστε να μην εναντιωθούν ή να αποσύρουν αρνητικές γνωμοδοτήσεις για κάποιες εγκαταστάσεις.

· Τέλος, και επειδή το νομοσχέδιο προβλέπει γραφείο εξυπηρέτησης των επενδυτών, δεν θα παραλείψουμε να εκφράσουμε την απογοήτευση και τη διαμαρτυρία μας για τα συνεχιζόμενα εμπόδια, που συναντούμε ως πολίτες και ως συλλογικότητες, στην πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφόρηση, ακόμα και σε αυτό το περιεχόμενο των τυποποιημένων ΜΠΕ. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι ΜΠΕ φτάνουν στα χέρια μας ελλιπείς και πετσοκομένες.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα επικεντρώναμε:

· Στην πλήρη αποτυχία του μοντέλου της εφαρμογής εθνικών κριτηρίων για τη χωροθέτηση των ΑΠΕ και στην ανεπάρκεια του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ

· Στη συνεχή αναπαραγωγή αντιπαραθέσεων με τους περιφερειακούς και τοπικούς σχεδιασμούς, λόγω της ασύδοτης χωροθέτησης έργων ΑΠΕ

· Στην πολυδιάσπαση και την αποσπασματικότητα της διαδικασίας περιβαλλοντικής αδειοδότησης

· Στη συνεχή συρρίκνωση και την πλήρη απαξίωση της διαδικασίας δημοσιοποίησης και αξιολόγησης των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Πες μας την άποψή σου: